ωφελησιμος

ωφελησιμος
    ὠφελήσιμος
    ὠφελήσῐμος
    2
    оказывающий помощь или благодеяние, благодетельный, полезный Soph., Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ωφελησιμος" в других словарях:

  • ωφελήσιμος — ον, Α ωφέλιμος, χρήσιμος («λόγον... ἡδύν, ὠφελήσιμον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. ήσιμος (πρβλ. βοηθ ήσιμος)] …   Dictionary of Greek

  • ὠφελήσιμον — ὠφελήσιμος useful masc/fem acc sg ὠφελήσιμος useful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠφελήσιμα — ὠφελήσιμος useful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠφελήσιμοι — ὠφελήσιμος useful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωφελής — ές (AM κοινωφελής, ές) αυτός που ωφελεί την κοινωνία, αυτός που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο («κοινωφελή ιδρύματα»). επίρρ... κοινωφελώς (AM κοινωφελῶς) με τρόπο που ωφελεί την κοινωνία, κατά τρόπο ωφέλιμο στο κοινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός +… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»